Είναι μάλλον αποκαρδιωτικό, ωστόσο το ερώτημα αν ο Θεός είναι φανατικός- ερώτημα που πολλούς έχει απασχολήσει- φαίνεται ότι επιδέχεται μία και μόνη απάντηση: την καταφατική. Και τούτο, είτε θεωρήσουμε πως οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των Θεών μας είτε αποδεχτούμε ότι ισχύει το αντίστροφο, ότι δηλαδή οι θεότητες που λατρέψαμε και εξακολουθούμε να λατρεύουμε είναι πλασμένες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του ανθρώπινου γένους, των αναγκών του, των πόθων του και των παθών του.
(Ήδη από 3.000 χρόνια πριν ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος είχε γράψει: «Οι άνθρωποι νομίζουν ότι και οι θεοί γεννιούνται και ότι φορούν ρούχα σαν τα δικά τους και ότι έχουν την ίδια μορφή και γλώσσα.» (Diels, fr. 14).
«Και οι Αιθίοπες ισχυρίζονται πως οι θεοί τους έχουν πλακουτσωτή τη μύτη και είναι μαύροι, και οι Θράκες ότι οι θεοί τους είναι γαλανομάτες και κοκκινοτρίχηδες.» (Diels, fr. 16) (Αἰθίοπές τε <θεοὺς σφετέρους> σιμοὺς μέλανάς τε Θρῇκές τε γλαυκοὺς καὶ πυρρούς <φασι πέλεσθαι>) (B16)
«Αλλά, αν τα βόδια και τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια, ή μπορούσαν με τα χέρια τους να ζωγραφίσουν και να κάνουν τα πράγματα που κάνουν κι οι άνθρωποι, τα άλογα θα έδιναν στους θεούς τους μορφή και σώματα όμοια με τα άλογα, και τα βόδια θα παρίσταναν τους θεούς σα βόδια, και το κάθε ζώο θα παρίστανε το σώμα των θεών όμοιο με το δικό του.» (Diels, fr. 15)
(ἀλλ’ εἰ χεῖρας ἔχον βόες <ἵπποι τ’> ἠὲ λέοντες ἢ γράψαι χείρεσσι καὶ ἔργα τελεῖν ἅπερ ἄνδρες, ἵπποι μέν θ’ ἵπποισι, βόες δέ τε βουσὶν ὁμοίας [...])
Όσο μπορούμε να δούμε και να ελέγξουμε τα ανθρώπινα, κανείς Θεός δεν υπήρξε ποτέ έξω από την Ιστορία, τη δική μας ανθρώπινη,
Η Υπατία (370-416 μ.Χ.), η Ελληνίδα νεοπλατωνική φιλόσοφος, αστρονόμος και μαθηματικός που έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια όπου και δολοφονήθηκε από όχλο που αποτελούνταν από φανατικούς χριστιανούς.
χωμάτινη και αιμάτινη Ιστορία, εφόσον κανείς Θεός δεν έμεινε απαρχής και μέχρι τέλους άθικτος κι αμίαντος στα ουράνια ενδιαιτήματά του, παρά στρατεύτηκε και συναριθμήθηκε με τους πολεμίους, επειδή τον στράτεψαν οι πιστοί του, ώστε να λύσου δι’ αυτού (και της εξαγιασμένης μαχαίρας) τις ανθρώπινες (εμπόλεμες) υποθέσεις, εφόσον στους ταραγμένους κόλπους όλων των θρησκειών αναπτύχτηκαν «πνευματικές» έριδες που μεταφράστηκαν πάραυτα σε φονικές επιχειρήσεις (π.χ. σταυροφορίες ή τζιχάντ) εναντίον ομοπίστων ή αλλοπίστων, εφόσο κανείς απ’ τους Θεούς δεν εδέησε να εξαπολύσει τα αστραπόβροντά του ή να σύρει τη ρομφαία του όταν βεβηλώνονταν από τους ίδιους τους πιστούς τους, κάθε φορά δηλαδή που οι επί γης ακόλουθοί τους (και προπάντων οι επικεφαλείς τους, θεΐσκοι αυτοί αυτόκλητοι και αυτόνομοι) μεταχειρίζονταν τα ιερά ονόματα σαν δόρυ, σαν πυρά, σαν αγχόνη, σαν αεροπλάνο-μπουρλότο ή σαν βομβαρδιστικό.
Ναι, οι Θεοί δεν ενώνουν αλλά χωρίζουν, δεν καταπραΰνουν αλλά ερεθίζουν μέχρι παροξυσμού, δεν εξανθρωπίζουν αλλά εκβαρβαρώνουν. Κι όχι απλώς φανατίζουν, παρά, αν κρίνουμε απ’ όσα φανερώνει η Ιστορία, μόνον όταν φανατίζουν αποκτούν δραστική υπόσταση, μόνον τότε δικαιώνονται επί της γης, μόνον έτσι νοείται η πρόσληψή τους από τα πλάσματα-πλάστες τους.
Υπάρχουν βέβαια τα γραπτά, όσα οι άνθρωποι λατρεύουν σαν ιερά. Και δεν υπάρχουν μόνο οι Γραφές που προτρέπουν στον πόλεμο κατά των αλλοπίστων καθώς κι εναντίον των εξ ομοπίστων «αιρετικών» ή «προδοτών», αλλά και οι Γραφές της πραότητας, της πιο γενναιόδωρης φιλαλληλίας, της αγαθότητας, της αγάπης. Αλλά πώς να να πειστούμε- είτε θεωρήσουμε τις Γραφές αυτές θεόπνευστες είτε δημιουργήματα βαθιά στοχαστικών και ευαίσυητων ανθρώπων- ότι δεν είναι γράμματα ανεπίδοτα, άρα κενά και ορφανεμένα, και ότι, το δεινότερο, αυτή η κατάληξή τους ήταν προορισμένη κι αναπόδραστη.
Ποιος –άνθρωπος ή ομάδα, λαός ή κράτος- άντεξε (ή επιθύμισε πράγματι) να πολιτευτεί διά βίου υπακούοντας ταπεινά στα άρθρα που συνθέτουν τον κατστατικό χάρτη της πίστης του, τον οποίο κατά τα λοιπά ομολογεί ότι σέβεται μέχρι κεραίας. Ποιος δεν έσπευσε να κατανοήσει το Θεό, οποιονδήποτε Θεό, σαν πολεμιστή ανίκητο μεν, μεροληπτικότατο δε, φυλετικά κι εθνικά μεροληπτικότατο; Ποιοι δεν προσγείωσαν βίαια στα εγκόσμια πάθη και έχθρες τον ουράνιο δεσπότη; Ποιοι δεν τον προσάρμοσαν στο δικό τους υλικό και εξουσιαστικό σύστημα, υποτάσσοντάς τον στα επίγεια συμφέροντά τους και διευρύνοντας τον ανθρωπομορφισμό έτσι ώστε τελικά να προσδώσουν στη λατρευόμενη οντότητα όλα τα ανθρώπινα γνωρίσματα, προπάντων τα αρνητικά;
Ναι, οι Γραφές νομοθετούν, ορίζουν, επιβάλλουν, αλλά είναι γνωστό ότι μόλις γεννήθηκε η γραφή, γεννήθηκε και η παρανάγνωση, αδελφή της σιαμαία. Κι ύστερα υπάρχουν κι άλλες γραφές, μη «θεόπνευστες» αυτές, που επιμένουν να λένε τη δική τους ιστορία, μπορεί δύσπεπτη, μπορεί γκρίζα, πάντως επαρκώς τεκμηριωμένες. Επιμένουν ας πούμε, και ορθά, να γενεαλογούν το λήμμα που βαραίνει και στις μέρες μας ασφυκτικά τον πλανήτη, το λήμμα «φανατισμός» (στα ελληνικά πολιτογραφήθηκε στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια), ανατρέχοντας στα θρσκειολογικά ζητήματα: «fanum», λατινιστί, είναι το ιερό, και “fanatici” οι θεόληπτοι, και πρώτα πρώτα, για ν’ ανατρέξουμε στο πολύ μακρινό παρελθόν, οι ιερείς της Ίσιδας και της Κυβέλης που, μέσα στη έξαψη και την παραφορά τους, αυτομαστιγώνονταν και έπαιρναν την ανηφοριά του δαπανημένου αίματος για υψωθούν στα ουράνια της μέθης τους!
«Παιδί» λοιπόν των θρησκειών ο φανατισμός. Στο διάβα της ανθρώπινης ιστορίας διάφοροι Θεοί ήλθαν και παρήλθαν. Άλλοι ήρθαν στη θέση τους κι άλλοι θα ακολουθήσουν τους νεότερους. Είναι μοιραίο. Όσο μοιραίος είναι και ο φανατισμός που προκαλούν, είτε «πρωτόγονος» είτε «εξευγενισμένος», είτε τζιχαντικός είτε σταυροφόρος, είναι πάντοτε φθοροποιός- για Θεούς κι ανθρώπους.